ειδικεύω

ειδικεύω
1. περιορίζω κάτι σε μία μόνο περίπτωση («ειδικεύω την ερώτηση»)
2. ειδικεύομαι
αποκτώ ειδικές γνώσεις σε κλάδο επιστήμης ή τέχνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγ. Βλάχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ειδικεύω — ειδικεύω, ειδίκευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ειδικεύω — ειδίκευσα, ειδικεύτηκα, ειδικευμένος, μτβ. 1. περιορίζω κάτι σε μία μόνο περίπτωση, το μερικεύω: Ειδικεύω την ερώτησή μου. 2. κάνω κάτι ή κάποιον ειδικό σε ορισμένο κλάδο, κατάλληλο για ορισμένη χρήση ή σκοπό: Ειδικεύει τους φοιτητές στην… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”